ἀναγαργάρισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A gargle, Dsc.1.128, Archig. ap. Orib.8.1.39.
German (Pape)
[Seite 182] τό, Mittel zum Gurgeln, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγαργάρισμα: -ατος, τό, γαργάρα, Ἰατρ.
ατος, τό,
A gargle, Dsc.1.128, Archig. ap. Orib.8.1.39.
[Seite 182] τό, Mittel zum Gurgeln, Medic.
ἀναγαργάρισμα: -ατος, τό, γαργάρα, Ἰατρ.