λευκ-ᾰνίηθεν, etc.,
A v. λαυκανίη.
[Seite 33] ἡ, ion. = λαυκανία, so citirt Plut. symp. 7, 1, 2 den Vers Il. 22, 325; Qu. Sm. 14, 314 u. a. sp. D.
λευκᾰνίη: λευκανίηθεν, κτλ., ἴδε ἐν λέξ. λαυκανία.