ἀναμέρισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A distribution, Lyd.Mens.4.67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμέρισις: ἡ, διαμέρισις, «ἀναμέρισις χρόνου» Ἰωάν. Λυδ. π. μην. 4. 66.
εως, ἡ,
A distribution, Lyd.Mens.4.67.
ἀναμέρισις: ἡ, διαμέρισις, «ἀναμέρισις χρόνου» Ἰωάν. Λυδ. π. μην. 4. 66.