ον,
A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).
[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.
πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.