βαστακτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for bearing: Adv. -κῶς, gloss on ἀέρδην, Sch.A.Ag.240.
Greek (Liddell-Scott)
βαστακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ βαστάζειν. -Ἐπίρρ. –κῶς, πρὸς ἐξήγ. τοῦ ἀέρδην, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Αγ. 240.
ή, όν,
A fit for bearing: Adv. -κῶς, gloss on ἀέρδην, Sch.A.Ag.240.
βαστακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ βαστάζειν. -Ἐπίρρ. –κῶς, πρὸς ἐξήγ. τοῦ ἀέρδην, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Αγ. 240.