συγκαταβατικός

Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, herablassend, sich bequemend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβᾰτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.