Ion. aor. Act. of ἀναφέρω.
[Seite 223] Od. 11, 625, ἀνενείκατο Il. 19, 314, ἀνενειχθείς Her. 1, 116, ion. ep. aor. zu ἀναφέρω.
ἀνένεικα: Ἰων. ἐνεργ. ἀόρ. τοῦ ἀναφέρω.