πεντάτευχος

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ὁ,

   A the Pentateuch, Isid.Etym.6.2.1,2, Gloss.

German (Pape)

[Seite 557] aus fünf Büchern in einem Bande bestehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάτευχος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε τευχῶν ἤτοι πέντε βιβλίων· ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντάτευχος (ἐξυπ. βίβλος), τὰ πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, Πτολεμ. Γνωστ. 1284Β, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 933Β (Ι, 632C). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 372.