ον,
A loud-roaring, γενέθλη Procl.H.1.20.
[Seite 435] stark tosend, Sp.
βαρύφλοισβος: ον,ὁ μέγαν κρότον (φλοῖσβον) ἀποτελῶν, κῦμα Πρόκλ. ἐν Ἀνθ. Ἰακ. 3,σ.148.