ον,
A allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.
[Seite 456] = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.
πᾰνᾰμείλῐχος: -ον, ὅλως ἀνελεήμων, ἦτορ Ὀππ. Κυν. 2. 203.