ἀγέχορος
German (Pape)
[Seite 13] ὁ, Chorführer, Ar. Lys. 1281.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέχορος: ὁ ἄγων τὸν χορόν, ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον ἰήιον εὔφρον’.., Ἀριστοφ. Λυσ. 1281.
[Seite 13] ὁ, Chorführer, Ar. Lys. 1281.
ἀγέχορος: ὁ ἄγων τὸν χορόν, ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον ἰήιον εὔφρον’.., Ἀριστοφ. Λυσ. 1281.