εως, ἡ,
A hanging up, Hp.Art.74, Orib.8.6.16.
κρέμᾰσις: -εως, ἡ, ἀνάρτησις, «κρέμασμα», Ἱππ. π. Ἄρθ. 836, Ὀρειβάσ. 173 Matth.