A to be certainly informed, S.E.M.7.425.
[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).