διψητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A thirsty, Arist.PA671a2. 2 provoking thirst, ὁ φόβος -κόν Id.Pr.947b39: Comp., Dsc.1.128.
German (Pape)
[Seite 647] Durst erregend; Arist. part. anim. 3, 8. Auch = durstend, K. S.; διψητικώτερος, Plut. Symp. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διψητικός: -ή, -όν, διψαλέος, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 8, 2. 2) ὁ προξενῶν δίψαν, Διοσκ. 1. 183, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γρηγ. Νύσσ. 1, 331Β, 795Β.