ες,
A white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).
[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.
λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.