πλευρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the ribs: τὰ π. τῶν βοῶν the sides, Sch. Ar.Eq.361. II π. ἀριθμός number of units in the side of a square, opp. διαμετρικός: μονάς Theol.Ar.3, Iamb. in Nic.p.11 P.
German (Pape)
[Seite 631] zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.
Greek (Liddell-Scott)
πλευρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς πλευράς· τὰ πλευρικά, τὰ πλευρικὰ μέρη, αἱ πλευραί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 361.