πλευρικός

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the ribs: τὰ π. τῶν βοῶν the sides, Sch. Ar.Eq.361.    II π. ἀριθμός number of units in the side of a square, opp. διαμετρικός: μονάς Theol.Ar.3, Iamb. in Nic.p.11 P.

German (Pape)

[Seite 631] zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.

Greek (Liddell-Scott)

πλευρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς πλευράς· τὰ πλευρικά, τὰ πλευρικὰ μέρη, αἱ πλευραί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 361.