μηλοβοτήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A shepherd, Il.18.529, h.Merc.286.
German (Pape)
[Seite 172] ῆρος, ὁ, der Schaafhirt, Schäfer, Il. 18, 529 u. sp. D., wie Coluth. 156.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοβοτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Σ. 529, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 286· - οὕτω μηλοβότης, ου, ὁ, Δωρ. -τας, Πινδ. Ι. 1. 67, Εὐρ. Κύκλ. 53.