δειπνοποιός
English (LSJ)
ὁ,
A dinner-preparer, caterer, Arist.MM 1206a27.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοποιός: ὁ, ὁ παρέχων δεῖπνον, ἑστιῶν, Ἀριστ. Μ. Ἠθ. 2. 7, 30.
ὁ,
A dinner-preparer, caterer, Arist.MM 1206a27.
δειπνοποιός: ὁ, ὁ παρέχων δεῖπνον, ἑστιῶν, Ἀριστ. Μ. Ἠθ. 2. 7, 30.