πολυπρεπής
English (LSJ)
ές,
A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.
ές,
A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.
πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.