Τιτυός

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, Tityus, Od.7.324, 11.576.

Greek (Liddell-Scott)

Τῐτυός: ὁ, υἱὸς τῆς Γῆς, οὗ τὸ ἧπαρ ἀδιαλείπτως κατέτρωγον ἐν τῷ ᾅδῃ δύο γῦπες πρὸς τιμωρίαν αὐτοῦ ἐπὶ ἀποπείρᾳ βιασμοῦ τῆς Λητοῦς, Λητὼ γὰρ ἥλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν Ὀδ. Λ. 576, πρβλ. Η. 324.