ἀμώσας
English (LSJ)
κρεμάσας (Tarent.), Hsch. ἄμωτον, τό,
A = καστάνειον, Ageloch. ap. Ath.2.54d; prob. cj. for μότα, Dsc.1.106.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμώσας: «κρεμάσας, Ταραντῖνοι» Ἡσύχ.
κρεμάσας (Tarent.), Hsch. ἄμωτον, τό,
A = καστάνειον, Ageloch. ap. Ath.2.54d; prob. cj. for μότα, Dsc.1.106.
ἀμώσας: «κρεμάσας, Ταραντῖνοι» Ἡσύχ.