ἀθαμβία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A imperturbability, Democr.215.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθαμβία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἄτρομον, ἡ ἀφοβία. Δημοκρ. παρὰ Κικ. Fin. 5. 29.
Ion. -ιη, ἡ,
A imperturbability, Democr.215.
ἀθαμβία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἄτρομον, ἡ ἀφοβία. Δημοκρ. παρὰ Κικ. Fin. 5. 29.