κατάγγελος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.