ἀπονενοημένως
English (LSJ)
Adv., (ἀπονοέομαι)
A desperately, X.HG7.2.8, Luc. DMort.19.2, etc.; ἀ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα to be obstinately averse to food, Hp.Epid.3.17.β; ἀ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν to be recklessly indifferent to life, Isoc.6.75.
German (Pape)
[Seite 316] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονενοημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπονοέομαι, ἀπεγνωκότως, ἀπεγνωσμένως, ὁμόσε ἐχώρουν ἀπονενοημένως τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.