[Seite 481] άδος, fem. zu γενέθλιος, Nonn.
γενεθλιάς: -άδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ γενέθλιος, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ’, 7.