μελιττουργός

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.

Greek (Liddell-Scott)

μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.