δριμυφαγία
English (LSJ)
ἡ,
A acrid diet, Dsc.2.31 (pl.), Philum. ap. Orib.45.29.13, Aët.16.75.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ, das Essen scharfer Speisen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δρῑμυφᾰγία: ἡ, τὸ διατρέφεσθαι διὰ δριμείας τροφῆς, Διοσκ. 2. 33.