ές,
A sickle-shaped, Th.6.4, Str.8.2.3.
[Seite 666] ές, sichelförmig; χωρίον Thuc. 6, 4 u. Sp.
δρεπᾰνοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα δρεπάνου, Θουκ. 6. 4, Στράβων 335.