ον,
A rather bitter, Dsc.1.4, 2.122.
[Seite 812] etwas bitter, Diosc.
ἔμπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον πικρός, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. ἔμπηλος.