κολοβοκέρατος
English (LSJ)
ον,
A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.
German (Pape)
[Seite 1474] mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβόκερως
Greek (Liddell-Scott)
κολοβοκέρᾱτος: -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.