στενόφλεβος
English (LSJ)
ον,
A with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.
Greek (Liddell-Scott)
στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.
ον,
A with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.
στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.