ἀκράδαντος

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (κραδαίνομαι)

   A unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκού-τως 1.352, Nicom.Harm.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.