ἀκράδαντος
English (LSJ)
ον, (κραδαίνομαι)
A unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκού-τως 1.352, Nicom.Harm.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.
ον, (κραδαίνομαι)
A unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκού-τως 1.352, Nicom.Harm.4.
ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.