ἀναψυκτικός
German (Pape)
[Seite 216] abkühlend, erfrischend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.
[Seite 216] abkühlend, erfrischend, Galen.
ἀναψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.