[ῐ], ον,
A two-headed, Lex.Rh.ap.Eust.947.28, Hsch.
[Seite 629] zweiköpfig, VLL.
δίκορσος: -ον, δικέφαλος, Ρητορ. Λεξικ. παρ’ Εὐστ. 947. 28.