Dor. for sq.,
A οὐ πώποκα Epich.1701.
[Seite 827] dor. = πώποτε, Epicharm. bei D. L. 3, 10.
πώποκα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., ἀλλ’ ἀεί τοι θεοὶ παρῆσαν, καὶ ὑπέλιπον οὐ πώποκα Ἐπίχ. παρὰ Δ. Λαερτ. 3. 10.