παραλληλία

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ,

   A being side by side, repetition of a letter, Eust. 149.8 ; of words of identical meaning, pleonasm, ταὐτὸν κατὰ παραλληλίαν δηλοῦν Id.961.32.

German (Pape)

[Seite 488] das Nebeneinanderstehen, bes. gleicher Wörter, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλία: ἡ, τὸ παραλλήλως κεῖσθαι, ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων ὁμοίων γραμμάτων ἐν τῇ αὐτῇ λέξει, ὡς π. χ. εἰ ἐλέγομεν δέδοιδα θὰ εἴχομεν παραλληλίαν τῶν δ, Εὐστ. 149. 8, ἐπὶ ταὐτοσήμων λέξεων, «ἡ Πυθία χρήσασα τό, ‘καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος ἀκούω’, παραλληλίσασα διεσάφησε» ὁ αὐτ. 1539, 58.