ατος, τό, = foreg. 1, Procl.Par.Ptol.118 (pl.).
[Seite 19] τό, das im Garten Gebaute, Gemüse, Procl.
λᾰχάνευμα: τό, = λάχανον, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 2. 8.