παραίσθησις

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A misperception, Phld.Piet.116.

Greek (Liddell-Scott)

παραίσθησις: ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει ἐκεῖ μικράν, μόλις δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως.