ὀρυκτέον
English (LSJ)
(ὀρύσσω)
A one must dig, Ph.Bel.91.19, Ruf.Fr.66.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρυκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀρύσσω, δεῖ ὀρύσσειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος Βελοπ.
(ὀρύσσω)
A one must dig, Ph.Bel.91.19, Ruf.Fr.66.
ὀρυκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀρύσσω, δεῖ ὀρύσσειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος Βελοπ.