πτωχότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πτωχός, Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.
ητος, ἡ,
A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.
πτωχότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πτωχός, Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.