ἐναπῆπτε
English (LSJ)
Ion. for ἐναφῆπτε, 3sg. impf. of ἐναφάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπῆπτε: Ἰων. ἀντὶ ἐναφῆπτε, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἐναφάπτω.
Ion. for ἐναφῆπτε, 3sg. impf. of ἐναφάπτω.
ἐναπῆπτε: Ἰων. ἀντὶ ἐναφῆπτε, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἐναφάπτω.