Adv.
A in the form of a σπυρίς, γράφειν Sch.D.T.p.190 H.; cf. σπειρηδόν.
[Seite 926] adv., nach Art od. von der Gestalt einer σπυρίς, B. A. 783. 786.
σπῠρῐδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον σπυρίδος, Α. Β. 783˙ -ἑτέρα γραφὴ σπυρηδόν.