καλλιζυγής
English (LSJ)
ές,
A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.
ές,
A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).
[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.