ἱματιεύομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτιεύομαι: ἀποθ., κατασκευάζω ἱμάτια· οἱ ἱματιευόμενοι (ἱματευόμενοι Κουμαν. Συναγ. Λέξ.), ἡ συντεχνία τῶν ἱματοποιῶν, Ἐπιγραφ. Θυατ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3480.
ἱμᾰτιεύομαι: ἀποθ., κατασκευάζω ἱμάτια· οἱ ἱματιευόμενοι (ἱματευόμενοι Κουμαν. Συναγ. Λέξ.), ἡ συντεχνία τῶν ἱματοποιῶν, Ἐπιγραφ. Θυατ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3480.