ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,
A of thirty feet, βάθος D.H.9.68.
τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψος ἢ βάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.