A = ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.
[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.
ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.