ἀπογύμνωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stripping bare, Plu.2.751f; ξιφιδίων App.BC1.64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογύμνωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς γύμνωσις, Πλούτ. 2. 751F.
εως, ἡ,
A stripping bare, Plu.2.751f; ξιφιδίων App.BC1.64.
ἀπογύμνωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς γύμνωσις, Πλούτ. 2. 751F.