τρίκουρος

Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.

German (Pape)

[Seite 1144] dreischürig, alle drei Jahre od. dreimal im Jahre geschoren od. zu scheeren, Hesych.; bei Alciphr. 1, 28 f. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκουρος: -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἡσύχ.· πρβλ. τρικόρωνος.