ές,
A like a bunch of grapes, Dsc.4.189. Adv. -δῶς Orib.45.18.23.
[Seite 455] ές, traubenartig, Diosc.
βοτρυοειδής: -ές, ὅμοιος σταφυλῇ, Διοσκ. 4. 191.