ἀκόμιστος
English (LSJ)
ον,
A slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
ον,
A slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.
ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.